δύσνοια

δύσνοια
δύσνοια, η (Α)
δυσμένεια, εχθρική διάθεση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • δυσνοίᾳ — δυσνοίᾱͅ , δύσνοια disaffection fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δύσνοια — disaffection fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσνοίας — δυσνοίᾱς , δύσνοια disaffection fem acc pl δυσνοίᾱς , δύσνοια disaffection fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσνοίαι — δυσνοίᾱͅ , δύσνοια disaffection fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσνοίαις — δύσνοια disaffection fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δύσνοιαν — δύσνοια disaffection fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαθύνοια — η 1. η ιδιότητα του βαθυστόχαστου, η εμβρίθεια 2. η πνευματική ικανότητα να αναζητεί και να βρίσκει κανείς τις βαθύτερες αιτίες των όντων. [ΕΤΥΜΟΛ. < βαθύνους (πρβλ. αγχίνοια, άνοια, δύσνοια, εύνοια). Η λ. μαρτυρείται από το 1831 στον Νεόφυτο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”